- ουρανοθέμελα
- τατα θεμέλια του ουρανού, τα άκρα του ουρανού που φαίνονται να ακουμπούν στη γη, αλλ. ορίζοντας: Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τα ουρανοθέμελα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.